- ισοβιότητα
- yaşam boyu görevde kalma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ισοβιότητα — (Νομ.). Νομική σχέση ή κατάσταση η οποία, όταν είναι προορισμένη να διαρκέσει σε όλη τη ζωή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, λέγεται ότι είναι ισόβια. * * * η η ιδιότητα τού ισόβιου, το αμετακίνητο δικαίωμα ή προνόμιο κάποιου να διατηρεί μια… … Dictionary of Greek
ισοβιότητα — η το δικαίωμα κάποιου να διατηρεί ένα αξίωμα ή κάποια ιδιότητα σ όλη του τη ζωή: Ισοβιότητα των δικαστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek